- οψοποιικός
- ὀψοποιικός, -ή, -όν (Α) [οψοποιός]1. οψοποιητικός*2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψοποιικήη μαγειρική τέχνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀψοποιικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιικά — ὀψοποιικός neut nom/voc/acc pl ὀψοποιικά̱ , ὀψοποιικός fem nom/voc/acc dual ὀψοποιικά̱ , ὀψοποιικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιικῶν — ὀψοποιικός fem gen pl ὀψοποιικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιικόν — ὀψοποιικός masc acc sg ὀψοποιικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιικοῖς — ὀψοποιικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιικῆς — ὀψοποιικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιικῇ — ὀψοποιικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιική — ὀψοποιικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιικήν — ὀψοποιικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιικάς — ὀψοποιικά̱ς , ὀψοποιικός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)